απωθητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απωθητικός η απωθητική το απωθητικό
      γενική του απωθητικού της απωθητικής του απωθητικού
    αιτιατική τον απωθητικό την απωθητική το απωθητικό
     κλητική απωθητικέ απωθητική απωθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απωθητικοί οι απωθητικές τα απωθητικά
      γενική των απωθητικών των απωθητικών των απωθητικών
    αιτιατική τους απωθητικούς τις απωθητικές τα απωθητικά
     κλητική απωθητικοί απωθητικές απωθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απωθητικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

απωθητικός

  1. που προκαλεί απώθηση, που κρατεί κάποιον μακριά
  2. (μεταφορικά) που προκαλεί αποστροφή
     συνώνυμα: αποκρουστικός
     αντώνυμα: ελκυστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]