παρώθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρώθηση | οι | παρωθήσεις |
γενική | της | παρώθησης* | των | παρωθήσεων |
αιτιατική | την | παρώθηση | τις | παρωθήσεις |
κλητική | παρώθηση | παρωθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρωθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρώθηση < μεσαιωνική ελληνική παρώθησις[1] < αρχαία ελληνική παρωθέω[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρώθηση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρώθηση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παρώθησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ παρωθέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.