συνωστισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνωστισμός < συνωστίζομαι + -μός < συν- + αρχαία ελληνική ὠστίζομαι, επιτατικό τού ὠθέομαι / ὠθοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ὠθέω / ὠθῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνωστισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνωστίζομαι, το να στριμώχνονται πολλοί σε σχετικά περιορισμένο χώρο
- ※ ἐκ τοῦ συνωστισμοῦ καὶ τῆς πληθύος τῶν προσκεκλημένων κατέπεσεν τὸ δάπεδον τοῦ δωματίου καὶ ἱερεύς, νυμφίος, παράνυμφοι καὶ προσκεκλημένοι κατέπεσον φύρδην μίγδυν εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἕκαστος δύναται νὰ φαντασθῇ τί κουλουβάχατα ἐγένοντο ἐκεῖ. (Δημήτριος Γουζέλης, Ο Χάσης, 2015)
αναμένεται μεγάλος συνωστισμός υποψηφίων κατά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων
καθυστέρησε λόγω του συνωστισμού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνωστίζομαι
- → δείτε τις λέξεις συν, σύν, ωθώ και ὠθέω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)