affluence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affluence | affluences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
affluence (fr) θηλυκό
- η κοσμοσυρροή, η συρροή, ο συνωστισμός, η πολυκοσμία