ὠστίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὠστίζομαι ( ὠστιοῦμαι ο μέλλων στους αττικούς)
- συνωθούμαι, σπρώχνομαι, στριμώχνομαι, σκουντιέμαι, διαγκωνίζομαι, συνωστίζομαι
- ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται (για να γίνει πρόεδρος...)