Μετάβαση στο περιεχόμενο

coerce

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας coerce
γ΄ ενικό ενεστώτα coerces
αόριστος coerced
παθητική μετοχή coerced
ενεργητική μετοχή coercing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koʊˈɝs/
 

coerce (en) (επίσημο)

  1. εξαναγκάζω, καταναγκάζω, αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με απειλές
      They coerced him into confessing crimes he hadn’t committed.
    Τον εξανάγκασαν να ομολογήσει εγκλήματα που δεν είχε διαπράξει.
      They’re coercing them into marrying each other.
    Τους καταναγκάζουν να παντρευτούν.
      I didn't want to resign but they compelled me (to).
    Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη force
  2. (προγραμματισμός) εξαναγκάζω μεταβλητή συγκεκριμένου τύπου δεδομένων να λάβει τιμή άλλου τύπου

Συγγενικά

[επεξεργασία]