coerce
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | coerce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coerces |
αόριστος | coerced |
παθητική μετοχή | coerced |
ενεργητική μετοχή | coercing |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- εξαναγκάζω, καταναγκάζω, αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με απειλές
- ⮡ They coerced him into confessing crimes he hadn’t committed.
- Τον εξανάγκασαν να ομολογήσει εγκλήματα που δεν είχε διαπράξει.
- ⮡ They’re coercing them into marrying each other.
- Τους καταναγκάζουν να παντρευτούν.
- ⮡ I didn't want to resign but they compelled me (to).
- Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
- ⮡ They coerced him into confessing crimes he hadn’t committed.
- (προγραμματισμός) εξαναγκάζω μεταβλητή συγκεκριμένου τύπου δεδομένων να λάβει τιμή άλλου τύπου