Μετάβαση στο περιεχόμενο

force out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας force out
γ΄ ενικό ενεστώτα forces out
αόριστος forced out
παθητική μετοχή forced out
ενεργητική μετοχή forcing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
force out < force + out

force out (en)

  • πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο και με τρόπο βίαιο
    παράδειγμα  He grabbed him by the collar and forced him out.
    Τον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
    παράδειγμα  His father forced him out of the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
    παράδειγμα  They forced him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη kick out