kick out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας kick out
γ΄ ενικό ενεστώτα kicks out
αόριστος kicked out
παθητική μετοχή kicked out
ενεργητική μετοχή kicking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kick out < kick + out

kick out (en)