kick out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας kick out
γ΄ ενικό ενεστώτα kicks out
αόριστος kicked out
παθητική μετοχή kicked out
ενεργητική μετοχή kicking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kick out < kick + out

kick out (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο) βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο και με τρόπο βίαιο
    ⮡  I am kicking someone out of a room.
    Βγάζω κάποιον έξω από ένα δωμάτιο.
    ⮡  He grabbed him by the collar and kicked him out.
    Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
    ⮡  His father kicked him out of the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
    ⮡  They kicked him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
    ⮡  They kicked us out of the airport because our flight was cancelled.
    Μας έδιωξαν από το αεροδρόμιο, γιατί ματαιώθηκε η πτήση.
     συνώνυμα:  boot out, chase, drive, drive out, eject, evict, expel, force out, get out, shoo, throw out και toss out