expel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας expel
γ΄ ενικό ενεστώτα expels
αόριστος expelled
παθητική μετοχή expelled
ενεργητική μετοχή expelling

Ρήμα[επεξεργασία]

expel (en)

  1. διώχνω, αποβάλλω οριστικά
    His father expelled him from the house.
    Ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out
  2. απελαύνω
    They expelled him for political reasons.
    Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
     συνώνυμα: deport
  3. αποσκορακίζω

Πηγές[επεξεργασία]