expel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | expel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expels |
αόριστος | expelled |
παθητική μετοχή | expelled |
ενεργητική μετοχή | expelling |
Ρήμα[επεξεργασία]
expel (en)
- διώχνω, αποβάλλω οριστικά
- απελαύνω
- αποσκορακίζω