Μετάβαση στο περιεχόμενο

deport

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας deport
γ΄ ενικό ενεστώτα deports
αόριστος deported
παθητική μετοχή deported
ενεργητική μετοχή deporting

deport (en)

  • απελαύνω
      They deported him for political reasons.
    Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
      He was arrested for smuggling and deported.
    Συνελήφθη για λαθρεμπόριο και απελάθηκε.
     συνώνυμα: expel