αποσκορακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποσκορακίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσκορακίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποσκορακίζω < ἀπό + ἐς κόρακας < αρχαία ελληνική κόραξ [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσκορακίζω (παθητική φωνή: αποσκορακίζομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]