αποσκορακίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσκορακίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποσκορακίζω < ἀπό + ἐς κόρακας < αρχαία ελληνική κόραξ [1]
Ρήμα
[επεξεργασία]αποσκορακίζω (παθητική φωνή: αποσκορακίζομαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποσκοράκιση
- αποσκορακισμός
- → δείτε τις λέξεις από και κόρακας
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσκορακίζω | αποσκοράκιζα | θα αποσκορακίζω | να αποσκορακίζω | αποσκορακίζοντας | |
β' ενικ. | αποσκορακίζεις | αποσκοράκιζες | θα αποσκορακίζεις | να αποσκορακίζεις | αποσκοράκιζε | |
γ' ενικ. | αποσκορακίζει | αποσκοράκιζε | θα αποσκορακίζει | να αποσκορακίζει | ||
α' πληθ. | αποσκορακίζουμε | αποσκορακίζαμε | θα αποσκορακίζουμε | να αποσκορακίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσκορακίζετε | αποσκορακίζατε | θα αποσκορακίζετε | να αποσκορακίζετε | αποσκορακίζετε | |
γ' πληθ. | αποσκορακίζουν(ε) | αποσκοράκιζαν αποσκορακίζαν(ε) |
θα αποσκορακίζουν(ε) | να αποσκορακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσκοράκισα | θα αποσκορακίσω | να αποσκορακίσω | αποσκορακίσει | ||
β' ενικ. | αποσκοράκισες | θα αποσκορακίσεις | να αποσκορακίσεις | αποσκοράκισε | ||
γ' ενικ. | αποσκοράκισε | θα αποσκορακίσει | να αποσκορακίσει | |||
α' πληθ. | αποσκορακίσαμε | θα αποσκορακίσουμε | να αποσκορακίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσκορακίσατε | θα αποσκορακίσετε | να αποσκορακίσετε | αποσκορακίστε | ||
γ' πληθ. | αποσκοράκισαν αποσκορακίσαν(ε) |
θα αποσκορακίσουν(ε) | να αποσκορακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσκορακίσει | είχα αποσκορακίσει | θα έχω αποσκορακίσει | να έχω αποσκορακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσκορακίσει | είχες αποσκορακίσει | θα έχεις αποσκορακίσει | να έχεις αποσκορακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσκορακίσει | είχε αποσκορακίσει | θα έχει αποσκορακίσει | να έχει αποσκορακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσκορακίσει | είχαμε αποσκορακίσει | θα έχουμε αποσκορακίσει | να έχουμε αποσκορακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσκορακίσει | είχατε αποσκορακίσει | θα έχετε αποσκορακίσει | να έχετε αποσκορακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσκορακίσει | είχαν αποσκορακίσει | θα έχουν αποσκορακίσει | να έχουν αποσκορακίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσκορακίζομαι | αποσκορακιζόμουν(α) | θα αποσκορακίζομαι | να αποσκορακίζομαι | ||
β' ενικ. | αποσκορακίζεσαι | αποσκορακιζόσουν(α) | θα αποσκορακίζεσαι | να αποσκορακίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αποσκορακίζεται | αποσκορακιζόταν(ε) | θα αποσκορακίζεται | να αποσκορακίζεται | ||
α' πληθ. | αποσκορακιζόμαστε | αποσκορακιζόμαστε αποσκορακιζόμασταν |
θα αποσκορακιζόμαστε | να αποσκορακιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσκορακίζεστε | αποσκορακιζόσαστε αποσκορακιζόσασταν |
θα αποσκορακίζεστε | να αποσκορακίζεστε | (αποσκορακίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποσκορακίζονται | αποσκορακίζονταν αποσκορακιζόντουσαν |
θα αποσκορακίζονται | να αποσκορακίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσκορακίστηκα | θα αποσκορακιστώ | να αποσκορακιστώ | αποσκορακιστεί | ||
β' ενικ. | αποσκορακίστηκες | θα αποσκορακιστείς | να αποσκορακιστείς | αποσκορακίσου | ||
γ' ενικ. | αποσκορακίστηκε | θα αποσκορακιστεί | να αποσκορακιστεί | |||
α' πληθ. | αποσκορακιστήκαμε | θα αποσκορακιστούμε | να αποσκορακιστούμε | |||
β' πληθ. | αποσκορακιστήκατε | θα αποσκορακιστείτε | να αποσκορακιστείτε | αποσκορακιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποσκορακίστηκαν αποσκορακιστήκαν(ε) |
θα αποσκορακιστούν(ε) | να αποσκορακιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσκορακιστεί | είχα αποσκορακιστεί | θα έχω αποσκορακιστεί | να έχω αποσκορακιστεί | αποσκορακισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσκορακιστεί | είχες αποσκορακιστεί | θα έχεις αποσκορακιστεί | να έχεις αποσκορακιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσκορακιστεί | είχε αποσκορακιστεί | θα έχει αποσκορακιστεί | να έχει αποσκορακιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσκορακιστεί | είχαμε αποσκορακιστεί | θα έχουμε αποσκορακιστεί | να έχουμε αποσκορακιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσκορακιστεί | είχατε αποσκορακιστεί | θα έχετε αποσκορακιστεί | να έχετε αποσκορακιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσκορακιστεί | είχαν αποσκορακιστεί | θα έχουν αποσκορακιστεί | να έχουν αποσκορακιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσκορακίζω
- ↑ αποσκορακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)