αποσκοράκιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσκοράκιση | οι | αποσκορακίσεις |
γενική | της | αποσκοράκισης* | των | αποσκορακίσεων |
αιτιατική | την | αποσκοράκιση | τις | αποσκορακίσεις |
κλητική | αποσκοράκιση | αποσκορακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκορακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσκοράκιση < αποσκορακίζω + -ση < (ελληνιστική κοινή) ἀποσκορακίζω < ἀπό + ἐς κόρακας < αρχαία ελληνική κόραξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσκοράκιση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσκορακίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσκοράκιση
|