curse
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
curse | curses |
curse (en)
- η κατάρα, μια λέξη ή φράση που έχει μια μαγική δύναμη να κάνει κάτι κακό να συμβεί
- ⮡ The witch’s curse haunted him for years.
- Η κατάρα της μάγισσας τον καταδίωκε για χρόνια.
- ⮡ His curses turned around back on him.
- Οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο.
- ⮡ She broke the curse with a spell.
- Έλυσε την κατάρα με ένα ξόρκι.
- ⮡ The curse fell upon their family.
- Η κατάρα έπεσε πάνω στην οικογένειά τους.
- ⮡ She put a curse on him to never find happiness.
- Του έριξε μια κατάρα να μη βρει ποτέ ευτυχία.
- ⮡ The witch’s curse haunted him for years.
- η κατάρα, κάτι που προκαλεί ζημιά ή κακό
- ⮡ Poverty is a curse for many people.
- Η φτώχεια είναι μια κατάρα για πολλούς ανθρώπους.
- ⮡ The curse of his past haunts him.
- Τον κυνηγάει η κατάρα του παρελθόντος του.
- ⮡ Poverty is a curse for many people.
- άλλη μορφή του curse word
- ⮡ Don’t speak to him with curses.
- Μην του μιλάς με βρισιές.
- ⮡ Don’t speak to him with curses.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | curse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | curses |
αόριστος | cursed |
παθητική μετοχή | cursed |
ενεργητική μετοχή | cursing |
curse (en)
- (αμετάβατο) βρίζω, βλαστημώ
- (μεταβατικό) καταριέμαι, για να εκφράσω με πολύ έντονο τρόπο την αγανάκτηση ή τη μεταμέλειά μου για κάτι που έγινε ή που συμβαίνει
- ⮡ She cursed her bad luck.
- Καταράστηκε την κακή της τύχη.
- ⮡ He cursed himself for his stupidity.
- Καταράστηκε τον εαυτό του για την ανοησία του.
- ⮡ She cursed her bad luck.
- (μεταβατικό) καταριέμαι, χρησιμοποιώ μια μαγική λέξη ή φράση εναντίον κάποιου για να τον βλάψω
- ⮡ Legend has it that the whole village had been cursed by a witch.
- Η παράδοση λέει ότι όλο το χωριό είχε καταραστεί από μια μάγισσα.
- ⮡ Legend has it that the whole village had been cursed by a witch.