Μετάβαση στο περιεχόμενο

curse

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
curse curses

curse (en)

  1. η κατάρα, μια λέξη ή φράση που έχει μια μαγική δύναμη να κάνει κάτι κακό να συμβεί
      The witch’s curse haunted him for years.
    Η κατάρα της μάγισσας τον καταδίωκε για χρόνια.
      His curses turned around back on him.
    Οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο.
      She broke the curse with a spell.
    Έλυσε την κατάρα με ένα ξόρκι.
      The curse fell upon their family.
    Η κατάρα έπεσε πάνω στην οικογένειά τους.
      She put a curse on him to never find happiness.
    Του έριξε μια κατάρα να μη βρει ποτέ ευτυχία.
  2. η κατάρα, κάτι που προκαλεί ζημιά ή κακό
      Poverty is a curse for many people.
    Η φτώχεια είναι μια κατάρα για πολλούς ανθρώπους.
      The curse of his past haunts him.
    Τον κυνηγάει η κατάρα του παρελθόντος του.
  3. άλλη μορφή του curse word
      Don’t speak to him with curses.
    Μην του μιλάς με βρισιές.
ενεστώτας curse
γ΄ ενικό ενεστώτα curses
αόριστος cursed
παθητική μετοχή cursed
ενεργητική μετοχή cursing

curse (en)

  1. (αμετάβατο) βρίζω, βλαστημώ
      He started shouting and cursing.
    Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
      He started cursing because everything was going wrong for him.
    Άρχισε να βλαστημάει, γιατί του πήγαιναν όλα στραβά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη swear
  2. (μεταβατικό) καταριέμαι, για να εκφράσω με πολύ έντονο τρόπο την αγανάκτηση ή τη μεταμέλειά μου για κάτι που έγινε ή που συμβαίνει
      She cursed her bad luck.
    Καταράστηκε την κακή της τύχη.
      He cursed himself for his stupidity.
    Καταράστηκε τον εαυτό του για την ανοησία του.
  3. (μεταβατικό) καταριέμαι, χρησιμοποιώ μια μαγική λέξη ή φράση εναντίον κάποιου για να τον βλάψω
      Legend has it that the whole village had been cursed by a witch.
    Η παράδοση λέει ότι όλο το χωριό είχε καταραστεί από μια μάγισσα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]