damn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

damn < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dampnen < παλαιά γαλλική dampner < λατινική damnare < damnum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dæm/
 
ομόηχο: dam

Επίθετο[επεξεργασία]

damn (en) (και damned, ανεπίσημο, χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. καταραμένος, αναθεματισμένος, παλιο-/παλιό-, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι είναι ενοχλημένοι με κάποιον ή κάτι
    You damn fool!
    Καταραμένα βλάκα!
    This damn rain won’t stop.
    Αυτή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει.
    Damn moped, you broke down again!
    Καταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες!
    Those damn mosquitoes!
    Αυτά τ' αναθεματισμένα τα κουνούπια!
    I can’t stand the damn phone! It keeps going “ring, ring”!
    Δεν το αντέχω το αναθεματισμένο το τηλέφωνο! Συνεχώς χτυπάει «ντριν, ντριν»!
    Shut the damn door!
    Κλείσε την παλιόπορτα!
  2. φοβερός, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να τονίσουν αυτό που λένε
    It’s a damn shame!
    Είναι φοβερός αίσχος!
    He was in a damn hurry.
    Ήταν φοβερά βιαστικός.

Επίρρημα[επεξεργασία]

damn (en) (και damned, ανεπίσημο, χωρίς παραθετικά)

  1. διαολεμένα, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι είναι ενοχλημένοι με κάποιον ή κάτι
    The wind is blowing damn hard!
    Φυσάει διαβολεμένα!
  2. τρομερός, φοβερός, πάρα πολύ, διαβολεμένος, μια βρισιά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να τονίσουν αυτό που λένε
    It was damn cold!
    Έκανε τρομερό κρύο!
    He’s damn good!
    Είναι τρομερός!
    He’s damn rich.
    Είναι φοβερά πλούσιος.
    It was a damn huge loss.
    Ήταν φοβερή απώλεια.
    It was a damn good book!
    Ήταν πολύ καλό βιβλίο!
    It was damn hot!
    Έκανε διαβολεμένη ζέστη!

Επιφώνημα[επεξεργασία]

damn (en) (ανεπίσημο)

  • (για απογοήτευση, εκνευρισμό, θυμό) αμάν, γαμώτο, ανάθεμα, να πάει στο διάολο
    Damn! I forgot the keys. We’re going back…
    Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω…
    Damn it!
    Ανάθεμα το!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
damn damns

damn (en)

  1. ελάχιστη προσοχή
    I don’t give a damn.
    Δε δίνω δυάρα./Δε δίνω δεκάρα.
  2. αμελητέα ποσότητα, πολύ μικρή αξία
    It’s not worth a damn.
    Δεν αξίζει πεντάρα!

Ρήμα[επεξεργασία]

damn (en)

  1. καταδικάζω, στιγματίζω, σταμπάρω
    I’m afraid that if I speak out on this, I’ll be damned as a troublemaker. λείπει η μετάφραση
  2. (θρησκεία) καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
  3. (υβριστικό) καταριέμαι
    That man stole my wallet. Damn him! λείπει η μετάφραση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]