damn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- damn < μέση αγγλική dampnen < παλαιά γαλλική dampner < λατινική damnare < damnum
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
damn (en)
- καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
- The official position is that anyone who does this will be damned for all eternity.
- καταδικάζω, στιγματίζω, σταμπάρω
- I’m afraid that if I speak out on this, I’ll be damned as a troublemaker.
- (βλάσφημο) καταριέμαι
- That man stole my wallet. Damn him!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- damn it!: να πάρει ο διάολος/η ευχή!
- I’ll be damned if: να με πάρει ο διάολος αν
- not give a damn: δε δίνω δεκάρα
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
damn (en)
- (βλάσφημο, για να δηλώσει ένταση) διαολεμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, παλιο-/παλιό-
- Shut the damn door!
- Κλείσε την παλιόπορτα!
Επίρρημα[επεξεργασία]
damn (en)
- (βλάσφημο) διαολεμένα
- That car was going damn fast!
Επιφώνημα[επεξεργασία]
damn (en)
[επεξεργασία]
- dayum (αργκό, για έμφαση)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
damn (en)
- η χρήση της λέξης "damn" για κατάρα
- (βλάσφημο) αμελητέα ποσότητα, πολύ μικρή αξία
- The new hires aren't worth a damn.
- (βλάσφημο) ελάχιστη προσοχή
- I don’t give a damn - Δε δίνω δυάρα.