damn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

damn < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dampnen < παλαιά γαλλική dampner < λατινική damnare < damnum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dæm/
 
ομόηχο: dam

Ρήμα[επεξεργασία]

damn (en)

  1. καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
    he will be damned for all eternity. - θα λείπει η μετάφραση
  2. καταδικάζω, στιγματίζω, σταμπάρω
    I’m afraid that if I speak out on this, I’ll be damned as a troublemaker. λείπει η μετάφραση
  3. (υβριστικό) καταριέμαι
    That man stole my wallet. Damn him! λείπει η μετάφραση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • damn it!: να πάρει ο διάολος/η ευχή!
  • I’ll be damned if: να με πάρει ο διάολος αν
  • not give a damn: δε δίνω δεκάρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

damn (en)

Επίρρημα[επεξεργασία]

damn (en)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

damn (en)

  • (για απογοήτευση, εκνευρισμό, θυμό) γαμώτο, να πάει στο διάολο
    βλέπε και dammit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

damn (en)

  1. αμελητέα ποσότητα, πολύ μικρή αξία
    The new hires aren't worth a damn.
  2. ελάχιστη προσοχή
    I don’t give a damn - Δε δίνω δυάρα