γαμώτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμώτο < γαμώ το

Επιφώνημα[επεξεργασία]

γαμώτο!

  • έκφραση αγανάκτησης ή απογοήτευσης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαμώτο ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]