σκατά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκατά < πληθυντικός αριθμός του σκατό
Επιφώνημα[επεξεργασία]
σκατά
- (χυδαίο) λέγεται για να δηλώσουμε μεγάλο εκνευρισμό και απογοήτευση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σκατά κι απόσκατα: χάλια
- να φας σκατά (μαλάκα)/σκατά να φας (μαλάκα): σε μισώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκατά
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σκατά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκατό