bok
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bok (no)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bok (pl) αρσενικό
- η πλευρά με τις έννοιες:
- το αριστερό ή δεξιό τμήμα ανθρώπου, ζώου ή πράγματος
- (γεωμετρία) ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει δύο άλλα σε κλειστή γραμμή
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bok (sv)
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bok (tr)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νορβηγικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Γεωμετρία (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Χυδαιολογίες (τουρκικά)