καταραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταραμένος < μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος καταριέμαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.ɾaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐ρα‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]καταραμένος -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- που τον έχουν καταραστεί
- ↪ Είναι καταραμένος να αποτυγχάνει στις επιχειρήσεις του.
- που του πρέπει κατάρα
- (μεταφορικά) ο κακότυχος
- πολύ δυσάρεστος και βλαβερός
- ↪ Καταραμένη συνήθεια το κάπνισμα!
- ≈ συνώνυμα: αναθεματισμένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αναθεματισμένος
- κατάρατος & δείτε τα σύνθετα
- κατηραμένος (αρχαιοπρεπές)
- επάρατος (και εξαιρετικά βλαβερός)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- καταραμένοι ποιητές (γαλλικά: poètes maudits
Παροιμίες
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κατάρα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αφορεσμένος (λαϊκότροπο), αφορισμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- καταραμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταραμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)