Μετάβαση στο περιεχόμενο

cursed

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]

για το επίθετο με τη σημασία «που τον έχουν καταραστεί» και η μετοχή:

ΔΦΑ : /kɜːst/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /kɜːrst/ (ΗΠΑ)

για το επίθετο με τη σημασία «βλαβερός ή ενοχλητικός»:

ΔΦΑ : /ˈkɜːsɪd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈkɜːrsɪd/ (ΗΠΑ)

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός cursed
συγκριτικός more cursed
υπερθετικός most cursed

cursed (en)

  1. καταραμένος, που τον έχουν καταραστεί
      The necklace was cursed.
    Το κολιέ ήταν καταραμένο.
      The whole family seems cursed.
    Όλη η οικογένεια φαινόταν καταραμένη.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, παρωχημένο) καταραμένος, βλαβερός ή ενοχλητικός
      This cursed disease has been tormenting me for years.
    Αυτή η καταραμένη αρρώστια με βασανίζει χρόνια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη damn
  3. (be cursed with) είμαι καταραμένος να έχω κάτι, συνεχώς υποφέρω ή επηρεάζομαι από κάτι κακό
      I am cursed with lazy sons.
    Είμαι καταραμένος να έχω τεμπέληδες γιους.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

cursed (en)