cursed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]για το επίθετο με τη σημασία «που τον έχουν καταραστεί» και η μετοχή:
για το επίθετο με τη σημασία «βλαβερός ή ενοχλητικός»:
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | cursed |
συγκριτικός | more cursed |
υπερθετικός | most cursed |
cursed (en)
- καταραμένος, που τον έχουν καταραστεί
- ⮡ The necklace was cursed.
- Το κολιέ ήταν καταραμένο.
- ⮡ The whole family seems cursed.
- Όλη η οικογένεια φαινόταν καταραμένη.
- ⮡ The necklace was cursed.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, παρωχημένο) καταραμένος, βλαβερός ή ενοχλητικός
- (be cursed with) είμαι καταραμένος να έχω κάτι, συνεχώς υποφέρω ή επηρεάζομαι από κάτι κακό
- ⮡ I am cursed with lazy sons.
- Είμαι καταραμένος να έχω τεμπέληδες γιους.
- ⮡ I am cursed with lazy sons.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]cursed (en)