Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμάν

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Αμάν, Αμμάν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική aman (έλεος!, φιλοξενία, κατάλυμα) < αραβική امان (aman, ηρεμία, ειρήνη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈman/
ΔΦΑ : /ˈaˈman/ (εκφραστικό, εμφατικό)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμάν
ομόηχο: Αμάν / Αμμάν

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

αμάν

επιφώνημα που δηλώνει

  1. δυσάρεστη έκπληξη, στεναχώρια
    παράδειγμα  Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω...
  2. δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία
    παράδειγμα  Αμάν βρε παιδάκι μου! Πού τό 'χεις το μυαλό σου;
     συνώνυμα: όχου
  3. απόγνωση
    παράδειγμα  Αμάν τι πάθαμε... Θα μείνουμε από βενζίνη...
     συνώνυμα: οχού
  4. αγανάκτηση
    παράδειγμα  Αμάν! βρε γυναίκα... Κάτσε επιτέλους ήσυχη! Με ζάλισες πια...
  5. θαυμασμό, χαρά
    παράδειγμα  Αμάν! Τι όμορφα που είναι εδώ την άνοιξη. Το καλοκαίρι είναι όλα κίτρινα...
  6. ξελάφρωμα μετά από δοκιμασία/ταλαιπωρία
    παράδειγμα  Ουφ αμάν!... Επιτέλους φτάσαμε!
  7. επιθυμία, ανυπόμονη
    παράδειγμα  Αμάν να έρθουν οι διακοπές !

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]