αμάν
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμάν < τουρκική aman ουσιαστικό (1.έλεος 2.φιλοξενία/κατάλυμα) και επιφώνημα < αραβική امان (aman) ουσιαστικό (ηρεμία, ειρήνη)
Προφορά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
αμάν
- όλα τα παραδείγματα για τις διάφορες χρήσεις του αμάν διαμείβονται μεταξύ άντρα και γυναίκας που βρίσκονται καθοδόν για το εξοχικό με το ΙΧ τους
- (δυσάρεστη έκληξη/στεναχώρια)
- (η γ -> τον α) Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω...
- (δυσαρέσκεια/αποδοκιμασία)
- (ο α -> τη γ) Αμάν βρε παιδάκι μου! Πού τό 'χεις το μυαλό σου;
- (απόγνωση)
- (ο α μονολογώντας) Αμάν τι πάθαμε... Θα μείνουμε από βενζίνη...
- (αγανάκτηση)
- (ο α -> τη γ) Αμάν! βρε γυναικα... Κάτσε επιτέλους ήσυχη! Με ζάλισες πια...
- (θαυμασμό/χαρά)
- (η γ μονολογώντας) Αμάν τι όμορφα που είναι εδώ την άνοιξη. Το καλοκαίρι είναι όλα κίτρινα...
- (ξελάφρωμα μετά από δοκιμασία/ταλαιπωρία)
- (η γ ξεσπώντας) Ουφ αμάν... Επιτέλους φτάσαμε!
Έκφραση[επεξεργασία]
- κάποιος κάνει αμάν γιά κάτι: (λέω υποτιμητικά) πως λαχταράει, θέλει κάτι πολύ (συνήθως πρόκειται για κάτι που είτε δεν του δίνεται η ευκαιρία, ή του φτάνουν τα λεφτά για να το απολαμβάνει συχνά).
- Κάνει αμάν για προβολή στα ΜΜΕ.
συνώνυμα:[επεξεργασία]
- Τα κάνει κρα, ψοφάει, τρελαίνεται μπορούν όλα να χρησιμοποιηθούν στο παραπάνω παράδειγμα. Με κάποιες διαφορές: κάνει κρα σημαίνει το θέλει μεν, αλλά δεν το αποκτάει. Τα ψοφάω και τρελαίνομαι χρησιμοποιούνται και στο α΄ πρόσωπο (ενικού/πληθυντικού) με την έννοια του μου αρέσει πάρα πολύ, και τότε η δήλωση είναι άκρως σοβαρή: π.χ. ψοφάω για ροκ, τρελαίνομαι για κόκα-κόλα.