αμάν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]αμάν
επιφώνημα που δηλώνει
- δυσάρεστη έκπληξη, στεναχώρια
Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω...
- δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία
- απόγνωση
- αγανάκτηση
Αμάν! βρε γυναίκα... Κάτσε επιτέλους ήσυχη! Με ζάλισες πια...
- θαυμασμό, χαρά
Αμάν! Τι όμορφα που είναι εδώ την άνοιξη. Το καλοκαίρι είναι όλα κίτρινα...
- ξελάφρωμα μετά από δοκιμασία/ταλαιπωρία
Ουφ αμάν!... Επιτέλους φτάσαμε!
- επιθυμία, ανυπόμονη
Αμάν να έρθουν οι διακοπές !
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- αμάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας