έλεος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔλεος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλεος τα ελέη
      γενική του ελέους των ελεών
    αιτιατική το έλεος τα ελέη
     κλητική έλεος ελέη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έλεος < αρχαία ελληνική ἔλεος (αρσενικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έλεος ουδέτερο

  1. η λύπηση, η συμπόνια για κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση ή κατάσταση
     συνώνυμα: ευσπλαχνία, οίκτος, συμπάθεια, συμπόνια
  2. η προσφορά προς κάποιον, που είναι αποτέλεσμα της αγάπης και της συμπόνιας για αυτόν

Επιφώνημα[επεξεργασία]

έλεος

  1. χρησιμοποιείται με την έννοια του "ζητώ/δώστε μου/δείξτε έλεος", όταν κάποιος θέλει να εκφράσει την αγανάκτηση του με κάτι ή ότι δεν αντέχει την κατάσταση της συγκεκριμένης στιγμής ζητώντας μια μικρή αλλαγή προς το καλό
  2. (καθ' υπερβολή, λαϊκότροπο) έκφραση αγανάκτησης ή έντονης δυσαρέσκειας ή έκπληξης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • αδελφή του ελέους: μοναχή σε φιλανθρωπική αποστολή
  • ελέω Θεού: συνόδευε τον τίτλο των απόλυτων μοναρχών
  • στο έλεος του Θεού: χωρίς καμιά ελπίδα για βοήθεια από τους ανθρώπους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]