έλεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έλεος | τα | ελέη |
γενική | του | ελέους | των | ελεών |
αιτιατική | το | έλεος | τα | ελέη |
κλητική | έλεος | ελέη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έλεος < αρχαία ελληνική ἔλεος (αρσενικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έλεος ουδέτερο
- η λύπηση, η συμπόνια για κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση ή κατάσταση
- η προσφορά προς κάποιον, που είναι αποτέλεσμα της αγάπης και της συμπόνιας για αυτόν
Επιφώνημα[επεξεργασία]
έλεος
- χρησιμοποιείται με την έννοια του "ζητώ/δώστε μου/δείξτε έλεος", όταν κάποιος θέλει να εκφράσει την αγανάκτηση του με κάτι ή ότι δεν αντέχει την κατάσταση της συγκεκριμένης στιγμής ζητώντας μια μικρή αλλαγή προς το καλό
- (καθ' υπερβολή, λαϊκότροπο) έκφραση αγανάκτησης ή έντονης δυσαρέσκειας ή έκπληξης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αδελφή του ελέους: μοναχή σε φιλανθρωπική αποστολή
- ελέω Θεού: συνόδευε τον τίτλο των απόλυτων μοναρχών
- στο έλεος του Θεού: χωρίς καμιά ελπίδα για βοήθεια από τους ανθρώπους
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έλεος
(βασιλιάς) ελέω Θεού
στο έλεος του Θεού