miséricorde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- miséricorde < λατινική misericordia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ze.ʁi.kɔʁd/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
miséricorde | miséricordes |
miséricorde (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
miséricorde (fr)