miséricordieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- miséricordieux < miséricorde
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | miséricordieux | miséricordieux |
θηλυκό | miséricordieuse | miséricordieuses |
miséricordieux (fr)