merci
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
merci (fr)
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
merci (fr) αρσενικό
- το ευχαριστώ
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
merci (fr) θηλυκό
- το έλεος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à la merci de: στη διάθεση κάποιου, στο έλεος κάποιου, όντας τελείως εξαρτημένος από κάποιον
- à merci: χωρίς όρια, λέγεται αρνητικά για κάτι που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί όσο θέλει