kick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | kick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kicks |
αόριστος | kicked |
παθητική μετοχή | kicked |
ενεργητική μετοχή | kicking |
Ρήμα[επεξεργασία]
kick (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλοτσάω, χτυπώ δυνατά με το πόδι
- ↪ He kicked me in the shin.
- Με κλότσησε στο καλάμι.
- ↪ My horse kicks poorly.
- Το άλογό μου κλοτσάει άσχημα.
- ↪ He kicked me in the shin.
- (αμετάβατο) κλοτσάω, για πυροβόλα όπλα που τινάζονται προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- kick - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454. ISBN 9780194325684., λήμμα: κλοτσώ