κλοτσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλοτσιά | οι | κλοτσιές |
γενική | της | κλοτσιάς | των | κλοτσιών |
αιτιατική | την | κλοτσιά | τις | κλοτσιές |
κλητική | κλοτσιά | κλοτσιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλοτσιά < μεσαιωνική ελληνική κλοτσιά < κλοτσέα < κλοτσώ < κλότσος < υστερολατινική *colcio < λατινική calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλοτσιά θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλότσος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με τις κλοτσιές
- για κλοτσιές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)