πιέσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πιέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πίεση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πιέσεις

  1. θα πιέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζω
  2. να πιέσεις: β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζω