parachute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parachute (en)
- το αλεξίπτωτο
Ρήμα[επεξεργασία]
parachute (en)
- (αμετάβατο) πέφτω με αλεξίπτωτο
- (μεταβατικό) ρίχνω (πράγμα ή πρόσωπο) με αλεξίπτωτο
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
parachute | parachutes |
parachute (fr) αρσενικό
- το αλεξίπτωτο