rechute
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rechute | rechutes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rechute (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η υποτροπή
- ξανακύλημα, η εκ νέου πτώση σε κάτι κακό (αρρώστια, αμαρτία...)
ενικός | πληθυντικός |
rechute | rechutes |
rechute (fr) θηλυκό