piping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ένας σωλήνας ή πολλοί σωλήνες συγκεκριμένου τύπου ή μήκους
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]piping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του pipe
Πηγές
[επεξεργασία]- piping - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 862. ISBN 9780194325684., λήμμα: σωλήνας