καλώδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλώδιο τα καλώδια
      γενική του καλωδίου
καλώδιου
των καλωδίων
    αιτιατική το καλώδιο τα καλώδια
     κλητική καλώδιο καλώδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλώδιο < αρχαία ελληνική καλῴδιον < υποκοριστικό του κάλως (= σχοινί) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cable)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈlo.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λώ‐δι‐ο
καλώδια ρεύματος
καλώδιο σύνδεσης εκτυπωτή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλώδιο ουδέτερο

  1. (τεχνολογία) οποιοδήποτε σύρμα μέτριου πάχους
  2. (ηλεκτρολογία) σύρμα γυμνό ή καλυμμένο με πλαστικό περίβλημα, για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος, ηλεκτροκαλώδιο
    • το καλώδιο του φωτιστικού
    • το καλώδιο του τηλεφώνου
    • το καλώδιο σύνδεσης του εκτυπωτή
  3. πολύ χοντρό συρματόσχοινο ή μεταλλική ράβδος συγκράτησης σε κρεμαστές γέφυρες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]