flex

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flex (en)

flex (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • flex my muscles
    σφίγγω τους μύες μου για να προκαλέσω εντύπωση
    (μεταφορικά) κάνω επίδειξη δύναμης, συνήθως ως απειλή