Μετάβαση στο περιεχόμενο

cable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cable cables

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cable (en)

  1. το καλώδιο
      Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
    Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
  2. η καλωδιακή τηλεόραση
  3. το παλαμάρι
  4. το τηλεγράφημα
  5. το 1/10 του ναυτικού μιλίου