καλωδίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλωδίωση οι καλωδιώσεις
      γενική της καλωδίωσης των καλωδιώσεων
    αιτιατική την καλωδίωση τις καλωδιώσεις
     κλητική καλωδίωση καλωδιώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλωδίωση < -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλωδίωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]