καλωδίωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλωδίωση | οι | καλωδιώσεις |
| γενική | της | καλωδίωσης | των | καλωδιώσεων |
| αιτιατική | την | καλωδίωση | τις | καλωδιώσεις |
| κλητική | καλωδίωση | καλωδιώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλωδίωση < -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλωδίωση θηλυκό
- (τεχνολογία) (ηλεκτρολογία)} η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλωδιώνω, η οποιαδήποτε σύνδεση με καλώδια