exhausted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | exhausted |
συγκριτικός | more exhausted |
υπερθετικός | most exhausted |
exhausted (en)
- εξουθενωμένος, εξαντλημένος άνθρωπος ή πλουτοπαραγωγική πηγή
- ↪ He was exhausted at the end of the day.
- Ήταν εξαντλημένος στο τέλος της ημέρας.
- ↪ He was exhausted at the end of the day.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
exhausted (en)