καταστροφέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | καταστροφέας | οι | καταστροφείς |
γενική | του του/της |
καταστροφέα καταστροφέως |
των | καταστροφέων |
αιτιατική | τον/την | καταστροφέα | τους/τις | καταστροφείς |
κλητική | καταστροφέα | καταστροφείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταστροφέας < ελληνιστική κοινή καταστροφεύς < αρχαία ελληνική καταστρέφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταστροφέας αρσενικό ή θηλυκό
- που καταστρέφει, που προκαλεί καταστροφές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καταστρέφω, κατά και στρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)