Zerstörer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zerstörer (de) αρσενικό
- ο καταστροφέας
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) το αντιτορπιλικό
- (στρατιωτικός όρος) όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα βαρέα μαχητικά της Luftwaffe στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο