μισοκαταστρέφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισοκαταστρέφω < μισο- (μισός) + καταστρέφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.so.ka.taˈstɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σο‐κα‐τα‐στρέ‐φω

Ρήμα[επεξεργασία]

μισοκαταστρέφω, αόρ.: μισοκατέστρεψα, παθ.φωνή: μισοκαταστρέφομαι, π.αόρ.: μισοκαταστράφηκα, μτχ.π.π.: μισοκατεστραμμένος/μισοκαταστραμμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]