Μετάβαση στο περιεχόμενο

ήμισυ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἥμισυ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήμισυ
& μισό
τα ημίσεα
& μισά
      γενική του ημίσεος
& μισού
των ημισέων
& μισών
    αιτιατική το ήμισυ
& μισό
τα ημίσεα
& μισά
     κλητική ήμισυ
& μισό
ημίσεα
& μισά
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ήμισυ

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ήμισυ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ήμισυς < αρχαία ελληνική ἥμισυς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ήμισυ ουδέτερο

  1. (λόγιο) το μισό
  2. (μουσική) νότα διάρκειας δύο χρόνων
     συνώνυμα: μισό, σύμβολο:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ήμισυ: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ήμισυ