ήμισυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ήμισυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἥμισυς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈi.mi.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐μι‐συς
Επίθετο[επεξεργασία]
ήμισυς, ημίσεια, ήμισυ (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἥμισυς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- (ουσιαστικοποιημένο) το ήμισυ (ουδέτερο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ήμισυς
|