identify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | identify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | identifies |
αόριστος | identified |
παθητική μετοχή | identified |
ενεργητική μετοχή | identifying |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- identify < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɪˈden.tɪ.faɪ/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /aɪˈden.t̬ə.faɪ/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : i‐dent‐if‐y
Ρήμα[επεξεργασία]
identify (en)
- (μεταβατικό) αναγνωρίζω την ταυτότητα προσώπου ή αντικειμένου
- (μεταβατικό) ταυτίζω, ταυτοποιώ, προσδιορίζω
- ταυτίζομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- identify - Cambridge Dictionary online