identify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
identify (en)
- αναγνωρίζω την ταυτότητα προσώπου ή αντικειμένου
- ταυτίζω, ταυτοποιώ, προσδιορίζω
- ταυτίζομαι