Μετάβαση στο περιεχόμενο

ταυτότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταυτότητα οι ταυτότητες
      γενική της ταυτότητας των ταυτοτήτων
    αιτιατική την ταυτότητα τις ταυτότητες
     κλητική ταυτότητα ταυτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταυτότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταυτότης από την αιτιατική τήν ταυτότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /taˈfto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταυτότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταυτότητα θηλυκό

  1. το σύνολο των ιδιοτήτων που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση ενός ατόμου ή συνόλου
  2. το σύνολο των χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν το μέλος ενός συνόλου από τα υπόλοιπα μέλη
  3. το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας: έγγραφο που εκδίδεται από τις αστυνομικές αρχές και χρησιμοποιείται από τον πολίτη για να πιστοποιήσει το όνομά του και τα υπόλοιπα στοιχεία του στις σχέσεις του με το κράτος ή φυσικά και νομικά πρόσωπα
  4. κόσμημα που φοριέται στον καρπό και έχει χαραγμένο το όνομα του κατόχου του
  5. η ιδιότητα δύο πραγμάτων να είναι μεταξύ τους απολύτως όμοια, ομοιότητα
  6. (μαθηματικά) αλγεβρική ισότητα που ισχύει για κάθε τιμή των μεταβλητών της

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ταυτότητα θηλυκό