naming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]naming (en)
- η τελετή με την οποία δίνεται ένα όνομα σε ένα πρόσωπο
- η ονοματοδοσία, η ονομασία (η ενέργεια)
- η ενέργεια του κατονομάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]naming (en)
- σχετικός με τη διαδικασία της απόδοσης ονόματος σε ένα πρόσωπο ή πράγμα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]naming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του name