appoint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | appoint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | appoints |
αόριστος | appointed |
παθητική μετοχή | appointed |
ενεργητική μετοχή | appointing |
Ρήμα[επεξεργασία]
appoint (en)