appoint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | appoint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | appoints |
αόριστος | appointed |
παθητική μετοχή | appointed |
ενεργητική μετοχή | appointing |
Ρήμα
[επεξεργασία]appoint (en)
- διορίζω, επιλέγω κάποιον για μια δουλειά ή κάποια ευθύνη
- (επίσημο) ορίζω, αποφασίζω τον χρόνο ή τον τόπο για να κάνω κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- appoint - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: διορίζω, ορίζω