appoint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας appoint
γ΄ ενικό ενεστώτα appoints
αόριστος appointed
παθητική μετοχή appointed
ενεργητική μετοχή appointing

Ρήμα[επεξεργασία]

appoint (en)

  1. διορίζω, επιλέγω κάποιον για μια δουλειά ή κάποια ευθύνη
    They appointed him director.
    Τον διόρισαν διευθυντή.
    She was appointed to the vacant post.
    Διορίστηκε στην κενή θέση.
    The President appointed him chief advisor/Secretary of State.
    Ο Πρόεδρος τον διόρισε πρώτο σύμβουλό του/Υπουργό Εξωτερικών.
     συνώνυμα:  designate, name και nominate
  2. (επίσημο) ορίζω, αποφασίζω τον χρόνο ή τον τόπο για να κάνω κάτι
    on the appointed day - την ορισμένη μέρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]