nominate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας nominate
γ΄ ενικό ενεστώτα nominates
αόριστος nominated
παθητική μετοχή nominated
ενεργητική μετοχή nominating

Ρήμα[επεξεργασία]

nominate (en)

  • διορίζω, επιλέγω κάποιον να κάνει μια ορισμένη δουλειά
    The President nominated him Secretary of State.
    Ο Πρόεδρος τον διόρισε Υπουργό Εξωτερικών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appoint

Πηγές[επεξεργασία]