designate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας designate
γ΄ ενικό ενεστώτα designates
αόριστος designated
παθητική μετοχή designated
ενεργητική μετοχή designating

designate (en) (επίσημο)

  1. (συνήθως παθητική φωνή) καθορίζω, δηλώνω επίσημα ότι κάποιος ή κάτι έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα ή όνομα· περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The borders of the states are designated by international agreements.
    Τα σύνορα των κρατών καθορίζονται με διεθνείς συμφωνίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
  2. ορίζω, διορίζω, επιλέγω ή ονομάζω κάποιον για μια συγκεκριμένη δουλειά ή θέση
    ⮡  He designated him (as) his successor.
    Τον όρισε τον διάδοχό του.
    ⮡  He designated me (as) his successor.
    Με διόρισε διάδοχό του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appoint
  3. (συνήθως παθητική φωνή) σημαίνω, δηλώνω, δείχνω κάτι με συγκεκριμένο σημάδι
    ⮡  The unknown quantity is designated by the symbol X.
    Το σύμβουλο Χ δηλώνει το άγνωστο.