designate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | designate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | designates |
αόριστος | designated |
παθητική μετοχή | designated |
ενεργητική μετοχή | designating |
Ρήμα
[επεξεργασία]- (συνήθως παθητική φωνή) καθορίζω, δηλώνω επίσημα ότι κάποιος ή κάτι έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα ή όνομα· περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
- ορίζω, διορίζω, επιλέγω ή ονομάζω κάποιον για μια συγκεκριμένη δουλειά ή θέση
- (συνήθως παθητική φωνή) σημαίνω, δηλώνω, δείχνω κάτι με συγκεκριμένο σημάδι
- ⮡ The unknown quantity is designated by the symbol X.
- Το σύμβουλο Χ δηλώνει το άγνωστο.
- ⮡ The unknown quantity is designated by the symbol X.
Πηγές
[επεξεργασία]- designate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 397. ISBN 9780194325684., λήμμα: διορίζω, καθορίζω