baptismal name
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
baptismal name | baptismal names |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
baptismal name (en)
- το βαφτιστικό (όνομα), ένα όνομα που δίνεται σε κάποιον όταν βαφτίζεται