Μετάβαση στο περιεχόμενο

namely

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
namely < name + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

namely (en) (χωρίς παραθετικά)

  • συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει πιο ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες για κάτι που μόλις ανέφερα
      The minister spoke about the economy and referred namely to the problems of its modernization.
    Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη specifically