namely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
namely (en) (χωρίς παραθετικά)
- συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει πιο ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες για κάτι που μόλις ανέφερα
- ↪ The minister spoke about the economy and referred namely to the problems of its modernization.
- Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
- ↪ The minister spoke about the economy and referred namely to the problems of its modernization.