first name
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
first name | first names |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
first name (en)
- το μικρό όνομα, το βαφτιστικό όνομα
- ↪ I am calling him by his first name.
- I am speaking to him on a first-name basis. (αμερικανικά αγγλικά)
- I am speaking to him on first-name terms. (βρετανικά αγγλικά)
- Μιλάω σε αυτόν με το μικρό του όνομα.
- ≈ συνώνυμα: Christian name και given name