ανδρωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανδρωνύμιο | τα | ανδρωνύμια |
γενική | του | ανδρωνύμιου & ανδρωνυμίου |
των | ανδρωνύμιων & ανδρωνυμίων |
αιτιατική | το | ανδρωνύμιο | τα | ανδρωνύμια |
κλητική | ανδρωνύμιο | ανδρωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανδρωνύμιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανδρωνύμιο
|